- φρέζια
- (φρεεσία η καμπτή). Καλλωπιστικό φυτό, που είναι ονομαστό κυρίως για τα άνθη του. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι πάρα πολλές. Ανήκει στην οικογένεια των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα) και κατάγεται από τη νότια Αφρική. Τα φύλλα του είναι γραμμοειδή με χρώμα πράσινο σκοτεινό. Τα άνθη, κίτρινα, κοκκινωπά ή λευκά, με ιώδη απόχρωση στο εσωτερικό, είναι σωληνοειδή και στην κορυφή υποδιαιρούνται σε 6 λοβούς. Εύοσμα, είναι ενωμένα ανά 5-10 και συνήθως γέρνουν όλα προς το ίδιο μέρος. Φυτό των θερμών κλιμάτων, ευδοκιμεί κυρίως στο θερμοκήπιο, αλλά και στο ύπαιθρο.
Η φρέζια έχει πολύ ωραία και εύοσμα άνθη.
* * *και φρεεσία, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. freesia, από το όν. τού Γερμανού φυσικού F. Η. Τ. Freese].
Dictionary of Greek. 2013.